λεπτηγορώ

λεπτηγορώ
λεπτηγορῶ, -έω (Α)
αναφέρω λεπτομερώς, λεπτολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. <λεπτ(ο)-* (< επίρρ. λεπτά) + -ηγορῶ (< -ηγόρος < ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγορώ, κατ-ηγορώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”